μεταβιβάσομεν

μεταβιβάσομεν
μεταβιβάζω
carry over
aor subj act 1st pl (epic)
μεταβιβάζω
carry over
fut ind act 1st pl
μεταβιβάζω
carry over
aor subj act 1st pl (epic)
μεταβιβάζω
carry over
fut ind act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταβιβάζω — (Α μεταβιβάζω) [βιβάζω] μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.) νεοελλ. 1. διαβιβάζω («θα τού μεταβιβάσω τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”